- ἐπαριθμοῦσα
- ἐπαριθμέωcount in additionpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαριθμώ — ἐπαριθμῶ, έω (AM) αριθμώ, απαριθμώ, αναφέρω τον ένα μετά τον άλλο («ἐπαριθμοῡσα δὲ καὶ ἄλλους», Παυσ.) μσν. υπολογίζω … Dictionary of Greek